Στη σημερινή εποχή της έντονης μετανάστευσης και των διαπροσωπικών σχέσεων με διεθνή χαρακτήρα, ολοένα και περισσότερες οικογένειες έχουν δεσμούς με περισσότερες από μία χώρες. Όταν όμως προκύψει διαζύγιο ή διαφωνία για την επιμέλεια ενός παιδιού, τα νομικά ερωτήματα δεν περιορίζονται εντός συνόρων. Πού κατατίθεται η αγωγή διαζυγίου; Ποιό κράτος αποφασίζει για την επιμέλεια; Και τι γίνεται όταν ένας γονέας θέλει να μετακομίσει με το παιδί του;
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2019/1111 και δη του άρθρου 3, σε υποθέσεις διαζυγίου, το αρμόδιο δικαστήριο καθορίζεται κυρίως από τη χώρα κοινής συνήθους διαμονής των συζύγων. Αν αυτή έχει διακοπεί, ρόλο παίζει η τελευταία κοινή διαμονή, υπό τον όρο ότι ένας από τους δύο συζύγους ζει ακόμη εκεί. Εάν δεν καλύπτονται οι διάδικοι από τα ανωτέρω, η δικαιοδοσία δύναται επίσης να καθοριστεί και από την κοινή τους ιθαγένεια. Η επιλογή του σωστού δικαστηρίου είναι μείζονος σημασίας, δεδομένου μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της αγωγής ή μη εκτελεστή απόφαση.
Αντίστοιχα, αναφορικά με την επιμέλεια του τέκνου και τη διατροφή του, η δικαιοδοσία δεν εντοπίζεται βάσει της υπηκοότητας αυτού, αλλά σύμφωνα με τον τόπο της «συνήθους διαμονής» του και το βέλτιστο συμφέρον του. Για την συνήθη διαμονή απαιτείται, όπως έχει κριθεί από το ΔΕΕ, σταθερότητα, διάρκεια και κανονικότητα στη φυσική παρουσία του παιδιού.
Οφείλει, συνεπώς, το δικαστήριο να εφαρμόσει το άρθρο 8 του Κανονισμού υπό το πρίσμα του [δικονομικού] συμφέροντος του παιδιού για να προσδιορίσει τη συνήθη διαμονή του, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη τη φυσική του παρουσία, την κανονικότητά της στον τόπο αυτό, τη διάρκειά της (ως προς το corpus) αλλά και ευρύτερα προσωπικές συνθήκες, όπως η ιθαγένεια, η γλώσσα, ο τόπος φοίτησης και (ως προς το animus) οι λόγοι διαμονής του τέκνου, οι αιτίες μετοίκησης της οικογένειας και το βάρος των δεσμών της οικογένειας με το κράτος αυτό. Τέλος, στο άρθρο 12 του Κανονισμού ορίζεται η ρήτρα καταλληλότερου (most convenient) δικαστηρίου. H διάταξη αυτή αποτελεί μία καινοτομία του κανονισμού, εμπνεόμενη ευθέως από τη γνωστή αγγλοσαξονική θεωρία του forum non conveniens, που θέλει να διορθώσει ζητήματα δικονομικής εγγύτητας στις περιπτώσεις «σκληρών» δικαιοδοτικών βάσεων, προσδίδοντας μία δικαστική διορθωτική ευελιξία. Επομένως, ένα παιδί που ζει στη Γερμανία, ακόμη κι αν είναι Έλληνας υπήκοος, υπάγεται κανονικά στα γερμανικά δικαστήρια για θέματα γονικής μέριμνας, αντίστοιχα όμως μπορεί να υπαχθεί και στα ελληνικά, βάσει του α. 10 του Κανονισμού 2019/1111.
Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται όταν ένας γονέας επιθυμεί να μετακινήσει το παιδί του σε άλλη χώρα. Αν υπάρχει κοινή επιμέλεια, απαιτείται η συναίνεση και του άλλου γονέα. Διαφορετικά, χρειάζεται δικαστική άδεια. Η αυθαίρετη μετακίνηση χωρίς συγκατάθεση δύναται να χαρακτηριστεί ως διεθνής απαγωγή, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Χάγης του 1980 και το α. 22 του Κανονισμού και ως εκ τούτου βάσει δικαστικής απόφασης, να διαταχθεί η επιστροφή του παιδιού στον τόπο συνήθους διαμονής του.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι δικαστικές αποφάσεις που ρυθμίζουν τα ανωτέρω, αναγνωρίζονται και εκτελούνται μεταξύ των κρατών μελών χωρίς οιαδήποτε άλλη ειδική διαδικασία, δεν χρειάζεται δηλαδή νέα δικαστική διαμάχη στο άλλο κράτος μέλος.
Συνοψίζοντας, οι υποθέσεις με διασυνοριακή διάσταση απαιτούν νομική ακρίβεια, προνοητικότητα και εμπειρία. Για τους Έλληνες του εξωτερικού ή τους αλλοδαπούς που σχετίζονται με την Ελλάδα, είναι κρίσιμο να μην αφήνουν τέτοια ζητήματα να χρονίζουν ή να «επιλύονται» άτυπα.

